στωϊκότητα

στωϊκότητα
[-ης (-ητος)] η стоицизм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "στωϊκότητα" в других словарях:

  • στωικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού στωικού 2. μτφ. ηρεμία, απάθεια, αταραξία («αντιμετωπίζει με στωικότητα τις δυσκολίες τής ζωής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στωικός. Η λ., στον λόγιο τ. στωϊκότης, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • στωικότητα — η απάθεια, καρτερικότητα: Αντιμετώπισεμε στωικότητα την καταστροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυμοσοφία — η [θυμόσοφος] η ιδιότητα και το γνώρισμα τού θυμόσοφου, το να θυμοσοφεί κάποιος, το να έχει μια πρακτική φιλοσοφία, η στωικότητα …   Dictionary of Greek

  • στωικός — ή, ό / στωικός, ή, όν, ΝΜΑ [στοά / στωϊά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική αντίληψη τού Ζήνωνος τού Κιτιέως, την οποία δίδαξε για πρώτη φορά ο ίδιος στην Ποικίλη Στοά τής Αθήνας 2. το αρσ. ως ουσ. α) οπαδός τού στωικισμού β) στον… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφικότητα — η, Ν [φιλοσοφικός] 1. διάθεση ή τάση για φιλοσοφία 2. εγκαρτέρηση, στωικότητα, ψυχικό σθένος, ευψυχία («αντιμετώπισε τη μεγάλη αυτή δοκιμασία με πολλή φιλοσοφικότητα») …   Dictionary of Greek

  • φιλόσοφος — Άγιος της Ανατ. Όρθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, επειδή, όπως λέει ο Μέγας Αντώνιος, θέλοντας να αποφύγει να συνομιλήσει με πόρνη, όπως τον υποχρέωσαν, δάγκασε τη γλώσσα του και την έφτυσε με το… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • εγκαρτέρηση — η αδιαμαρτύρητη υπομονή, μεγάλη καρτερικότητα, στωικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοσοφικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφία, αυτός που είναι της φιλοσοφίας: Φιλοσοφική πραγματεία. 2. αυτός που ταιριάζει σε φιλόσοφο, αυτός που έχει μέσα του φιλοσοφικότητα (φιλοσοφική απάθεια, στωικότητα, εγκαρτέρηση) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοσοφικότητα — η 1. η ιδιότητα του φιλοσόφου, η τάση ή διάθεση για φιλοσοφία. 2. το ψυχικό σθένος απέναντι στα πλήγματα της μοίρας, η ευψυχία, η στωικότητα, η εγκαρτέρηση, η φιλοσοφία: Αντιμετώπισε τις δυστυχίες του με φιλοσοφικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»